- επισκοπάτο
- επισκοπάτο τοепархия; область, управляемая епископом
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
επισκοπάτο — το (Μ ἐπισκοπάτον) περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου μσν. το αξίωμα τού επισκόπου νεοελλ. έδρα επισκόπου, επισκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. episcopate «επισκοπή»] … Dictionary of Greek